Στην αφετηρία ενός νέου κύκλου ανόδου, μετά τη δεκαετία της κρίσης, φαίνεται να βρίσκεται πλέον η αγορά ακινήτων, με τα μέτρα που ανακοινώθηκαν πριν από λίγες ημέρες από την νέα κυβέρνηση να μοιάζουν ικανά να τροφοδοτήσουν την ανάκαμψη της οικοδομής, η οποία κατέρρευσε κατά 90% από το 2005 μέχρι και το 2017.

Διευκόλυνση στην πραγματοποίηση συναλλαγών, μέσω της μείωσης της γραφειοκρατίας, μείωση του ΕΝΦΙΑ και του συμπληρωματικού φόρου, αναστολή του ΦΠΑ 24% στις αγοραπωλησίες νεόδμητων ακινήτων και του φόρου υπεραξίας για τα επόμενα τρία χρόνια και καθιέρωση έκπτωσης φόρου 40% στις δαπάνες για ενεργειακή, λειτουργική κι αισθητική αναβάθμιση των κτιρίων, συνιστούν ένα θετικό «σοκ» στην κτηματαγορά, πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα.

Αν μάλιστα τα παραπάνω συνοδευθούν και από τη λήψη μέτρων θεσμικής θωράκισης της αγοράς ακινήτων, ώστε αυτή να ωριμάσει και να αναβαθμιστεί στα μάτια της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας, όπως είναι ο στόχος της κυβέρνησης, τότε θα πρόκειται για μια νέα περίοδο άνθησης για τον κλάδο, αλλά σε πιο στέρεες βάσεις. Το πρώτο βήμα, σε επίπεδο ψυχολογίας, κυρίως για τους νυν και τους επίδοξους νέους ιδιοκτήτες, γίνεται μέσω της μείωσης του ΕΝΦΙΑ κατά 30% μεσοσταθμικά για τα επόμενα δύο χρόνια, μέτρο το οποίο συμπεριλαμβάνει και τον συμπληρωματικό φόρο, ο οποίος επιβάλλεται σε όσους διαθέτουν ακίνητο αξίας άνω των 200.000 ευρώ.

«Η μείωση του ΕΝΦΙΑ είναι βασικό προαπαιτούμενο για την ανάκαμψη της ζήτησης, καθώς σήμερα αρκετά ακίνητα έχουν ετήσια λειτουργικά έξοδα χιλιάδων ευρώ, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να βρουν εύκολα αγοραστή, όσο και να μειώσει τις απαιτήσεις του ο πωλητής», σημειώνει στην «Κ», ο κ. Λευτέρης Ποταμιάνος, πρόεδρος της Ενωσης Μεσιτών Αθηνών-Αττικής. Ως εκ τούτου, η μείωση του ετήσιου φόρου αναμένεται να ενισχύσει την εμπορευσιμότητα δεκάδων χιλιάδων ακινήτων, που μέχρι σήμερα παραμένουν στα αζήτητα.

Ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται και η παρέμβαση που επίκειται αναφορικά με την τριετή αναστολή του ΦΠΑ 24% που επιβάλλεται στις αγοραπωλησίες νεόδμητων ακινήτων, με εξαίρεση την αγορά πρώτης κατοικίας. Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ και εκτιμήσεις στελεχών της αγοράς, το συγκεκριμένο μέτρο αναμένεται να έχει ιδιαίτερα θετικές επιπτώσεις στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων και τις εισροές συναλλάγματος, καθώς θα επιτρέψει ουσιαστικά στους ξένους αγοραστές ακινήτων στην Ελλάδα να αγοράζουν και καινούργια (επομένως και ακριβότερα) ακίνητα. Μέχρι σήμερα, όλοι οι επενδυτές που αξιοποιούσαν το πρόγραμμα χορήγησης πενταετούς άδειας παραμονής («Χρυσή Βίζα»), αλλά και όσοι επένδυαν σε ακίνητα με σκοπό να τα εκμεταλλευθούν μέσω των βραχυχρόνιων μισθώσεων, κινούνταν σχεδόν υποχρεωτικά σε μεταχειρισμένα ακίνητα. Το ίδιο ισχύει κατά κανόνα και με τους αγοραστές εξοχικών κατοικιών.

Ο λόγος είναι ασφαλώς το γεγονός ότι το κόστος μιας νεόδμητης κατοικίας για τον ξένο επενδυτή αυξάνεται κατά 24% λόγω της επιβολής του ΦΠΑ, συγκριτικά με ένα μεταχειρισμένο ακίνητο.

Υπενθυμίζεται ότι σήμερα ο φόρος επιβάλλεται στους αγοραστές δευτερεύουσας κατοικίας (εξοχικής ή κύριας, η πρώτη κατοικία απαλλάσσεται) και συγκεκριμένα σε ακίνητα των οποίων η άδεια οικοδομής έχει εκδοθεί μετά την 1η Ιανουαρίου του 2006.

Στον αντίποδα, στα παλαιότερα ακίνητα επιβάλλεται μόνον ο φόρος μεταβίβασης, ο οποίος έχει υποχωρήσει πλέον σε 3% (από 10% που ήταν μέχρι και το 2013). Tο αποτέλεσμα είναι να προκύπτει διαφορά 20% ανάμεσα στον φόρο που επιβαρύνει τα νέα ακίνητα και τα παλαιότερα ακίνητα, οδηγώντας έτσι όλους τους υποψήφιους αγοραστές στο να προτιμήσουν τα παλαιά ακίνητα, μη επιτρέποντας έτσι στην οικοδομική δραστηριότητα να ανακάμψει. Οι αγοραστές, Ελληνες και ξένοι, θεωρούν το 24% απαγορευτικό και προτιμούν να αγοράσουν παλαιό ακίνητο, για να επωφεληθούν από τον μειωμένο φόρο μεταβίβασης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι αν συνυπολογιστούν και τα υπόλοιπα κόστη που συνοδεύουν την αγορά ακινήτου, όπως τα τέλη εγγραφής στο κτηματολόγιο και το υποθηκοφυλακείο, τα νομικά και συμβολαιογραφικά έξοδα και η αμοιβή του μεσίτη, το τελικό κόστος για έναν αγοραστή εκτινάσσεται σε ποσοστό άνω του 33% της αρχικής τιμής πώλησης, κατατάσσοντας την Ελλάδα ως την τρίτη ακριβότερη χώρα στην Ευρώπη, αναφορικά με το συνολικό κόστος που συνοδεύει μια αγοραπωλησία νεόδμητου ακινήτου. Αν μάλιστα επιβαλλόταν και ο φόρος υπεραξίας, που επιβαρύνει τον πωλητή (σήμερα οι πωλητές επιβαρύνονται μόνο με τυχόν αμοιβή μεσίτη), η κορυφή θα είχε χρώμα... γαλανόλευκο. Υπενθυμίζεται ότι ο φόρος υπεραξίας έχει ανασταλεί προσωρινά μέχρι το τέλος του έτους, με την κυβέρνηση να έχει ανακοινώσει ότι η αναστολή αυτή θα επεκταθεί κατά τρία ακόμα χρόνια.

Σημαντική κρίνεται και η πρόσφατη απόφαση του διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, κ. Γ. Πιτσιλή, η οποία καθιστά περιττή από 1ης Σεπτεμβρίου την επίσκεψη στην εφορία για χιλιάδες ιδιοκτήτες ακινήτων. Βάσει αυτής, οι τελευταίοι θα μπορούν να προχωρούν σε μεταβιβάσεις, μέσω μιας απλής εκτύπωσης του αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας από το Διαδίκτυο, η οποία αρκεί για να τεκμηριώσει ότι δεν έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές στην εφορία. Δεν θα απαιτείται δηλαδή πλέον η έγκριση και του τοπικού εφόρου, που οδηγούσε σε πλήθος καθυστερήσεων.

Πηγή: Η Καθημερινή