Του Γιώργου Κουκούνη*

“Η αίτηση για πληρωμή λόγω πλεονασμού υποβάλλεται εντός τριών μηνών από την απόλυση”

Η προθεσμία άσκησης του δικαιώματος εργοδοτούμενου για υποβολή αίτησης στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού για πληρωμή λόγω πλεονασμού είναι τρείς μήνες από την ημέρα του τερματισμού της απασχόλησης του. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί αν ο αιτών αποδείξει εύλογη αιτία για τη μη υποβολή της αίτησης του εμπρόθεσμα, αλλά σε καμμιά περίπτωση πέραν των δώδεκα μηνών από την απόλυση του. Η σχετική ρύθμιση στους Κανονισμούς επηρεάζει τόσο την εξέταση της αίτησης από το Ταμείο, το οποίο θα την απορρίψει ως εκπρόθεσμη, όσο και την πιθανότητα επιτυχίας της αίτησης στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, η οποία και πάλι θα απορριφθεί ως εκπρόθεσμη αν υποβληθεί μετά την πάροδο 12 μηνών από την ημέρα τερματισμού της απασχόλησης, αφού το αγώγιμο δικαίωμα του αιτητή θα θεωρείται ότι παραγράφηκε. Όταν ο εργοδοτούμενος συμμορφώνεται με τους Κανονισμούς που αφορούν την πληρωμή λόγω πλεονασμού και υποβάλλει εμπρόθεσμα την αίτηση του στο Ταμείο, παρέχεται σ’ αυτόν προθεσμία εννέα μηνών για την υποβολή αίτησης εργατικής διαφοράς από την απάντηση του Ταμείου, έστω και αν αυτή είναι μεταγενέστερη των 12 μηνών από την απόλυση του. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο χρόνος υποβολής της αίτησης εργατικής διαφοράς επεκτείνεται ώστε να δοθεί η δυνατότητα στον εργοδοτούμενο να προσβάλει την απόφαση του Ταμείου με την οποία διαφωνεί. Το ίδιο όμως δεν συμβαίνει όταν ο εργοδοτούμενος υποβάλλει εκπρόθεσμα αίτηση στο Ταμείο και η αίτηση του απορρίπτεται, αφού τότε ισχύει η αποσβεστική προθεσμία των 12 μηνών για υποβολή αίτησης εργατικής διαφοράς. 

Στη βάση του Νόμου και των Κανονισμών, ένας εργοδοτούμενος που απολύεται λόγω πλεονασμού, αναφέρει η Δικαστής του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών κα Ε. Κωνσταντίνου στις αποφάσεις της ημερομηνίας 16.3.2018, αρ.813/14 & 814/14, έχει δικαίωμα να υποβάλει αίτηση στο Ταμείο για πληρωμή λόγω πλεονασμού και στην περίπτωση που διαφωνεί με την απάντηση του Ταμείου να καταχωρήσει αίτηση εργατικής διαφοράς στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, ώστε το Δ.Ε.Δ. να αποφασίσει κάτω από ποιες συνθήκες έγινε η απόλυση του και ποιος είναι υπεύθυνος να του καταβάλει πληρωμή αποζημιώσεων, το Ταμείο ή ο εργοδότης. Μπορεί επίσης να καταχωρήσει απευθείας αίτηση εργατικής διαφοράς αναφορικά με το ζήτημα της νομιμότητας της απόλυσης του και συνακόλουθα του δικαιώματος του για πληρωμή αποζημιώσεων είτε από το Ταμείο είτε από τον εργοδότη ή και από τους δύο διαζευκτικά. Με την αίτηση εργατικής διαφοράς δεν προσβάλλεται η απόφαση του Ταμείου αλλά το Δ.Ε.Δ. εξετάζει πρωτογενώς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τερματίστηκε η απασχόληση του εργοδοτούμενου και καταλήγει στα δικά του συμπεράσματα. Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι είναι σ’ αυτή την περίπτωση που η προθεσμία καταχώρησης εργατικής διαφοράς με βάση το άρθρο 12(10Α) του Ν.8/67 παρατείνεται και διαφοροποιείται από τη γενική πρόνοια της δωδεκάμηνης προθεσμίας. Δεν ήταν ποτέ πρόθεση και σκοπός του Νομοθέτη να δώσει στους εργοδοτούμενους που απολύονται για λόγους πλεονασμού το δικαίωμα να υποβάλλουν οποτεδήποτε και χωρίς οποιοδήποτε χρονικό περιορισμό αίτηση στο Ταμείο και στη συνέχεια εντός 9 μηνών από την απάντηση του Ταμείου να καταχωρούν στο Δ.Ε.Δ. αίτηση εργατικής διαφοράς εναντίον του εργοδότη και του Ταμείου. 

Στις υποθέσεις που έκρινε το Δικαστήριο, οι αιτητές υπέβαλαν αίτηση στο Ταμείο μετά την πάροδο 3 μηνών από την απόλυση τους, η οποία απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη και στη συνέχεια υπέβαλαν αίτηση εργατικής διαφοράς στο Δ.Ε.Δ. εναντίον του εργοδότη και του Ταμείου σε χρόνο μεταγενέστερο των 12 μηνών από την απόλυση τους. Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κατόπιν σχετικής ένστασης του Ταμείου, έκρινε τις αιτήσεις εκπρόθεσμες και ανέστειλε τη διαδικασία. Σημειώνεται στις αποφάσεις ότι ο νόμος ρυθμίζει τα δικαιώματα του εργοδοτούμενου σε αποζημίωση ή επαναπρόσληψη σε περίπτωση παράνομου τερματισμού της απασχόλησης του από τον εργοδότη, την υποχρέωση για παροχή χρονικής περιόδου προειδοποίησης τόσο του εργοδότη όσο και του εργοδοτούμενου σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης, την υποχρέωση πληρωμής αντί προειδοποίησης από τον εργοδότη και τα δικαιώματα του εργοδοτούμενου κατά την περίοδο της προειδοποίησης, καθώς επίσης και τα δικαιώματα του εργοδοτούμενου σε πληρωμή από το Ταμείο όταν ο τερματισμός της απασχόλησης οφείλεται σε λόγους πλεονασμού. Το Δ.Ε.Δ. εξετάζει κατά πόσο η απόφαση του εργοδότη να τερματίσει την απασχόληση του εργοδοτούμενου είναι νόμιμη και δικαιολογημένη εντός των πλαισίων που ορίζει ο Νόμος, οπότε ο εργοδότης δεν οφείλει να αποζημιώσει τον εργοδοτούμενο, αλλά το Ταμείο καταβάλλει την προνοούμενη αποζημίωση. 

*Δικηγόρου στη Λάρνακα