Του Γιώργου Κουκούνη*

“Το ποσό της αποζημίωσης και οι τόκοι απαλλάσσονται από κάθε φορολόγηση”

Η καταβλητέα αποζημίωση για την απαλλοτρίωση ιδιοκτησίας, κινητής ή ακίνητης, πρέπει να είναι δίκαιη και να εξισώνεται με την αξία της ιδιοκτησίας στην ελεύθερη αγορά κατά το χρόνο της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης. Οι κανόνες που διέπουν τον υπολογισμό της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση ακινήτου καθορίζονται στο άρθρο 10 του Ν.15/1962 και λαμβάνονται υπόψη το σύνολο των παραγόντων που επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά την αξία του ακινήτου συνεπεία της απαλλοτρίωσης.

Στην καταβλητέα αποζημίωση σε σχέση με απαλλοτρίωση ακίνητης ιδιοκτησίας υπολογίζεται ετήσιος τόκος προς 3% από την ημερομηνία της δημοσίευσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης μέχρι το χρόνο καταβολής της. Εάν η γνωστοποίηση δημοσιεύθηκε πριν την 16.5.2014, ο ετήσιος τόκος που υπολογίζεται είναι προς 9% μέχρι την 15.5.2014 και στη συνέχεια μειώνεται προς 3%. Ζήτημα εγείρεται κατά πόσο η καταβλητέα αποζημίωση για την απαλλοτρίωση και ο τόκος υπόκεινται σε φόρο, κράτηση ή τέλος. Το άρθρο 12(3)(α) και (β) του Νόμου προβλέπει ότι η καταβλητέα αποζημίωση, ως τέτοια, εις ουδένα φόρο, κράτηση ή τέλος υπόκειται. Συνεπώς η αποζημίωση απαλλάσσεται από κάθε είδους φορολόγηση, αφού δεν θεωρείται ότι είναι εισόδημα και προκύπτει από την αναγκαστική απαλλοτρίωση, η οποία αποζημίωση δεν μπορεί παρά να είναι πλήρης.

Αναφορικά με τον τόκο, το άρθρο 3(1) και 3(2)(β) του περί Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμου, Ν.117(Ι)/2002 που τροποποιήθηκε με τον Ν.114(Ι)/2011 και τον Ν.29(Ι)/2013, προνοεί ότι παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, κάθε πρόσωπο που είναι κάτοικος στη Δημοκρατία, το οποίο λαμβάνει ή πιστώνεται με ποσό τόκου, υποχρεούται να καταβάλλει έκτακτη εισφορά σε ποσοστό 30% επί του ποσού των τόκων που λαμβάνει ή πιστώνεται. Εγείρεται ζήτημα κατά πόσο οι τόκοι που καταβάλλονται για την απαλλοτρίωση ακινήτου αποτελούν μέρος της αποζημίωσης και αν φορολογούνται. Ο Δικαστής του Διοικητικού Δικαστηρίου κ. Γ. Σεραφείμ στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση αρ.1288/2015, ημερ.5.7.2019 αναφορικά με το συγκεκριμένο θέμα, έδωσε σαφή απάντηση ότι αποτελούν μέρος της αποζημίωσης και δεν φορολογούνται. Παρέπεμψε σε σχετική νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, αυθεντία Παναρέτου ν. Δημοκρατίας, όπου λέχθηκε ότι η πρόβλεψη για πληρωμή τόκου μέχρι την ημέρα καταβολής της αποζημίωσης συνιστά δίκαιο μέτρο διατήρησης της αξίας των χρημάτων που θα έπαιρνε ο ιδιοκτήτης αν γινόταν αμέσως δεκτή η προσφορά ή αν τα μέρη κατέληγαν αμέσως σε συμφωνία αναφορικά με την αξία που είχε το κτήμα κατά τον ουσιώδη χρόνο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης. Η ευχέρεια πληρωμής τόκου επιτρέπει την εξισορρόπηση κάθε ανισοσκέλειας στον καθορισμό της αποζημίωσης.

Το Διοικητικό Δικαστήριο στην απόφαση του τονίζει ότι το άρθρο 23(4)(γ) του Συντάγματος απαιτεί, σε περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, την καταβολή δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης, αποτιμώμενης σε χρήμα. «Δίκαιη» αποζημίωση σημαίνει το πλήρες και τέλειο ισότιμο σε χρήμα της περιουσίας που απαλλοτριώνεται, ενώ «εύλογη» σημαίνει ότι πρέπει να είναι επαρκής κατά τρόπο αντίστοιχο προς τα κρατούντα στο ελληνικό δίκαιο που απαγορεύει συνταγματικώς την υποβολή της αποζημίωσης σε οποιοδήποτε φόρο, τέλος ή κράτηση. Πρόσθεσε ότι ο τόκος αποτελεί μέρος της αποζημίωσης για απαλλοτριωθέν ακίνητο, η οποία δεν επιτρέπεται να υπόκειται σε οποιοδήποτε φόρο, κράτηση ή τέλος, ως είναι εκ της φύσεως της και η έκτακτη αμυντική εισφορά. Έκρινε περαιτέρω ότι η καταβολή της έκτακτης αμυντικής εισφοράς παραβιάζει πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας τις πρόνοιες του άρθρου 23(4)(γ) του Συντάγματος.

Στην υπό εξέταση περίπτωση, το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας παρακράτησε ως έκτακτη αμυντική εισφορά συγκεκριμένο ποσό σε ποσοστό 30% επί των τόκων που καθορίστηκαν σε δικαστικές αποφάσεις σε παραπομπές, ως μέρος της αποζημίωσης που ορίστηκε για την απαλλοτρίωση συνιδιόκτητης γης των αιτητών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3(2)(β) του Ν.117(Ι)/2002 όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.29(Ι)/2013. Οι αιτητές αντέδρασαν και υπέβαλαν την υπό κρίση προσφυγή, αιτούμενοι την ακύρωση της επιβολής και παρακράτησης έκτακτης αμυντικής εισφοράς επί των τόκων της καταβλητέας αποζημίωσης, προβάλλοντας ότι το εν λόγω άρθρο παραβιάζει τις πρόνοιες του άρθρου 23 του Συντάγματος. Το Δικαστήριο συμφώνησε με τη θέση των αιτητών και κατέληξε ότι η επίδικη απόφαση του Κτηματολογίου πάσχει, αφού η έκδοση της βασίστηκε επί νομοθετήματος, του άρθρου 3(2)(β), το οποίο στο βαθμό και στην έκταση που διέπει την επιβολή ή αποκοπή έκτακτης αμυντικής εισφοράς από τους τόκους στην περίπτωση αποζημίωσης για αναγκαστική απαλλοτρίωση, ως η παρούσα υπόθεση, είναι αντισυνταγματικό, αφού προσκρούει στο άρθρο 23(4)(γ) του Συντάγματος και ακύρωσε την επίδικη απόφαση. 

*Δικηγόρου στη Λάρνακα