Του Γιώργου Κουκούνη*

“Η ανωτέρα βία είναι ένα τυχαίο και απρόβλεπτο γεγονός, εκτός του ανθρώπινου παράγοντα”

Η πρωτόγνωρη κατάσταση που πλήττει την κοινωνία, την υγεία και την οικονομία παγκόσμια λόγω του κορονοϊού, τον οποίο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας χαρακτήρισε ως πανδημία, είναι ένα γεγονός που μπορεί να χαρακτηριστεί στα πλαίσια των συμβάσεων ως ανωτέρα βία. Ο κάθε άνθρωπος υποχρεώνεται να λάβει μέτρα για την προφύλαξη του, στερείται ατομικών δικαιωμάτων του για να επιζήσει, αναστέλλονται οικονομικές δραστηριότητες και αρκετές επιχειρήσεις αδυνατούν να ανταποκριθούν σε συμβατικές τους υποχρεώσεις.

Η Κυβέρνηση με σχετικά διατάγματα, ενεργώντας για προστασία της δημόσιας υγείας και του περιορισμού εξάπλωσης της ασθένειας, ανέστειλε τη λειτουργία πολλών επιχειρήσεων, επέβαλε αυστηρούς ταξιδιωτικούς περιορισμούς και στη διακίνηση, επιτρέποντας στον τομέα του λιανικού εμπορίου τη λειτουργία ορισμένων επιχειρήσεων με σκοπό την παροχή τροφίμων, φαρμάκων, καυσίμων και άλλων ειδών ή υπηρεσιών πρώτης ανάγκης.

Αριθμός συμβάσεων δεν θα μπορούν να εκτελεστούν έγκαιρα ή καθόλου, καθόσον οι ανωτέρω περιστάσεις είναι πέραν του ελέγχου των συμβαλλομένων, πρόκειται για ασυνήθιστο και μη προβλέψιμο γεγονός που δικαιολογεί την επίκληση της ρήτρας ανωτέρας βίας με σκοπό την παροχή παράτασης των προθεσμιών αποπεράτωσης ή ακόμη και τη ματαίωση. Στις συμβάσεις αυτές περιλαμβάνονται κατασκευαστικά συμβόλαια, συμφωνίες ξενοδοχειακών επιχειρήσεων με τουριστικούς πράκτορες, εμπορικές συμβάσεις, συμφωνίες πώλησης υπό κατασκευή ακινήτων και άλλες. Η επίκληση της ανωτέρας βίας προϋποθέτει την ύπαρξη σχετικού όρου στη σύμβαση, όμως τα γεγονότα της κάθε περίπτωσης εξετάζονται ξεχωριστά, όπως και ο τρόπος ή η δυνατότητα εκπλήρωσης της σύμβασης. Το μέρος που επικαλείται την ανωτέρα βία ως λόγο μετάθεσης εκπλήρωσης υποχρέωσης του ή αδυναμίας και τερματισμού της σύμβασης φέρει και το βάρος απόδειξης για απαλλαγή από τη σχετική ευθύνη.

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην απόφαση του στην υπόθεση C-314/06, παραπέμποντας στην Οδηγία 92/12/ΕΟΚ, έκρινε ότι η έννοια της ανωτέρας βίας δεν περιορίζεται στην απόλυτη αδυναμία, αλλά καλύπτει και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις, μη φυσιολογικές και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμα και με την επίδειξη της δέουσας επιμέλειας. Από αυτό προκύπτει ότι η έννοια της ανωτέρας βίας εμπεριέχει ένα αντικειμενικό στοιχείο, το οποίο σχετίζεται με μη φυσιολογικές και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις, και ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερόμενου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του μη φυσιολογικού γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες.

Σε απόφαση που εξέδωσε ο Δικαστής κ. Ηλ. Γεωργίου στις 8.1.2018 σε υπόθεση που αφορούσε τερματισμό συμφωνίας αντιπαροχής λόγω καθυστέρησης στην υλοποίηση της, δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό της υπεράσπισης ότι η οικονομική κρίση που επηρέαζε την αγορά των ακινήτων και η έλλειψη χρηματοδότησης από τις τράπεζες στον επιχειρηματία ανάπτυξης γης συνιστούσαν ανωτέρα βία, εξαιτίας της οποίας δεν μπορούσε να υλοποιήσει τη συμφωνία και ζητούσε παράταση των προθεσμιών για όσο χρόνο θα διαρκούσε η οικονομική κρίση. Το Δικαστήριο παρέπεμψε στο σχετικό όρο της συμφωνίας που διαλάμβανε ότι αν η αποπεράτωση και παράδοση μέχρι συγκεκριμένη προθεσμία δεν γινόταν κατορθωτή λόγω σοβαρού και αιτιολογημένου λόγου ή ανωτέρας βίας, ο επιχειρηματίας θα δικαιούταν τόση παράταση για την αποπεράτωση όση ήταν η διάρκεια του λόγου αυτού ή της ανωτέρας βίας.

Το Δικαστήριο παρέπεμψε σε σχετική νομολογία που αναφέρει ότι η ανωτέρα βία πρόκειται για ένα τυχαίο και απρόβλεπτο γεγονός, το οποίο είναι εκτός του ανθρώπινου παράγοντα και δεν μπορούσε εύλογα να προβλεφθεί. Τόνισε ότι σε απόφαση του Αρείου Πάγου, επισημάνθηκε ότι ανωτέρα βία υφίσταται όταν επέρχεται από τυχερό και απρόβλεπτο γεγονός το οποίο δεν ήταν δυνατό να αποτραπεί ακόμα και αν ληφθούν μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Επισημάνθηκε ότι ανωτέρα βία δεν συντρέχει στην περίπτωση που τα επικαλούμενα από τον εργοδότη περιστατικά ανάγονται στον κύκλο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και στη σφαίρα κινδύνου αυτού, αφού αυτά θα μπορούσαν εκ των προτέρων να ληφθούν υπόψη ως ενδεχόμενα κατά την κοινή πείρα και συνεπώς να αντιμετωπιστούν. Δεν συνιστά ανωτέρα βία, χωρίς τη συνδρομή άλλης περίστασης, η κακή πορεία της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε ότι υφίστατο σοβαρός και αιτιολογημένος λόγος ή ανωτέρα βία σε σχέση με τη μη υλοποίηση της συμφωνίας και έκρινε ότι η συμφωνία νόμιμα τερματίστηκε από υπαιτιότητα του επιχειρηματία, τον διέταξε να παραδώσει την κατοχή του ακινήτου, διέταξε την ακύρωση της εγγραφής της σύμβασης στο Κτηματολόγιο και εξέδωσε απόφαση για αποζημιώσεις.

*Δικηγόρου στη Λάρνακα