Του Γιώργου Κουκούνη* 

“Απαιτείται να είναι εγγεγραμμένος στο Συμβούλιο και να κατέχει ετήσια άδεια σε ισχύ”

Η άσκηση του επαγγέλματος του εργολήπτη προϋποθέτει προηγούμενη πείρα και γνώση της οικοδομικής ή τεχνικής τέχνης, αντίληψη και ικανότητα μελέτης αρχιτεκτονικών σχεδίων, στατικών μελετών, χρήση κατάλληλων υλικών, συμμόρφωση με προδιαγραφές και γνώση άλλων συναφών παραγόντων με σκοπό την ανέγερση ασφαλών οικοδομών και την εκτέλεση ορθών κατασκευαστικών έργων. Η προϋπόθεση αυτή απαιτεί ο εργολήπτης να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγγεγραμμένο στο Συμβούλιο Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων και να έχει ετήσια άδεια σε ισχύ της τάξης του έργου που θα εκτελέσει. Σύμφωνα με το σχετικό Νόμο, Ν.29(Ι)/2001, εργολήπτης είναι το πρόσωπο που αναλαμβάνει κατ’ επάγγελμα την εκτέλεση ή εκτελεί οικοδομικό ή τεχνικό έργο, περιλαμβανομένης της ανάληψης μόνο των εργατικών, έναντι καθορισμένου ποσού ή ποσοστιαίας αμοιβής ή έναντι οποιουδήποτε άλλου νόμιμου ανταλλάγματος. Η τάξη εγγεγραμμένου εργολήπτη σημαίνει μία από τις πέντε τάξεις στις οποίες κατατάσσονται οι εργολήπτες για σκοπούς απόκτησης ετήσιας άδειας και τάξη έργου σημαίνει μία από τις πέντε τάξεις στις οποίες κατατάσσονται τα έργα ανάλογα με το είδος και το εμβαδό τους προκειμένου για οικοδομικά έργα και ανάλογα με τη συνολική τους αξία προκειμένου για τεχνικά έργα. Συγχρόνως απαιτείται όπως ο εργολήπτης διαθέτει βασικό εξοπλισμό αξίας καθορισμένης από το Νόμο που κατά την κρίση του Συμβουλίου είναι αναγκαίος για την ασφαλή και ικανοποιητική εκτέλεση οικοδομικών ή τεχνικών έργων της κάθε τάξης. 

Οι νομοθετικές διατάξεις προνοούν αδικήματα από μη εγγεγραμμένους εργολήπτες, απαγόρευση ανάθεσης της εκτέλεσης έργου σε μη εγγεγραμμένο και κάτοχο ετήσιας άδειας εργολήπτη, αδικήματα από εγγεγραμμένους εργολήπτες και τεχνικούς διευθυντές και τις αντίστοιχες ποινές, ακόμη και πειθαρχικά αδικήματα και ποινές. Η εκτέλεση οικοδομικού έργου από εταιρεία χωρίς να ήταν κάτοχος ετήσιας άδειας, η οποία διώχθηκε ποινικά από το Συμβούλιο και το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι στοιχειοθετήθηκε η εναντίον της κατηγορία, απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση που εξέδωσε στην Ποινική Έφεση 41/2017 ημερ.12.11.2018, όπου επιζητείτο η ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης. Ο Δικαστής κ. Στ. Ναθαναήλ αναφέρθηκε στην αμφισβήτηση της καταδίκης από μέρους της εταιρείας που έγκειτο στη θέση ότι είναι αντινομική η καταδίκη νομικού προσώπου με ταυτόχρονη αθώωση του φυσικού προσώπου που ενεργεί ως διοικητικός σύμβουλος της. Δεν συμφώνησε με την εισήγηση αυτή και έκρινε ότι δεν υπάρχει λόγος για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, διότι παραγνωρίζει τη βασική διάκριση μεταξύ νομικού και φυσικού προσώπου και το ότι μπορεί να αποδειχθεί ένα αδίκημα της φύσεως αυτής και μόνο εναντίον του νομικού προσώπου, το οποίο ήταν και το εγγεγραμμένο πρόσωπο ως εργολήπτης. 

Παρόλο που το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ανέφερε κατά πόσο το αδίκημα της ανάληψης έργου οικοδομής χωρίς την κατοχή άδειας ή ετήσιας άδειας, είναι ή όχι αυστηρής ευθύνης, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι μπορεί να το κρίνει το ίδιο, τονίζοντας ότι το αδίκημα αυτό θεωρείται αυστηρής ευθύνης. Δεν χρειάζεται οτιδήποτε άλλο για την απόδειξη του πέραν των τεσσάρων συστατικών στοιχείων της καταδίκης, όπως ορθά αναφέρθηκαν πρωτοδίκως, τα οποία αποδείχθηκαν και δεν αμφισβητήθηκαν με την έφεση, δηλαδή της ανάληψης ή εκτέλεσης οικοδομικού ή τεχνικού έργου χωρίς ο αναλαμβάνων την εκτέλεση αυτή να είναι κάτοχος ετήσιας άδειας σε ισχύ, ενώ βεβαίως ο κατηγορούμενος πρέπει να είναι εγγεγραμμένος εργολήπτης που να δικαιούται να αναλαμβάνει τέτοια έργα. 

Το Ανώτατο Δικαστήριο με αναφορά στο Νόμο τόνισε ότι κάθε πρόσωπο περιλαμβανομένου εργολήπτη, το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιοδήποτε απαγορευτικό καθήκον ή υποχρέωση που επιβάλλεται δυνάμει του Νόμου διαπράττει αδίκημα και αυτό δείχνει ακριβώς την αυστηρή ευθύνη του διαπράττοντος το αδίκημα. Η μη ύπαρξη κατά το χρόνο της ανάληψης έργου από εργολήπτη ή η μη ανανέωση ισχύουσας άδειας στοιχειοθετεί την τέλεση του αδικήματος. Μάλιστα ο Νόμος καθορίζει τους αυτουργούς και συναυτουργούς, αναφέροντας ότι όταν νομικό πρόσωπο διαπράττει αδίκημα, ο τεχνικός διευθυντής ή ο διευθύνων σύμβουλος, γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος του, ο οποίος εμφανίζεται ότι ενεργεί με τέτοια ιδιότητα και ο οποίος εξουσιοδοτεί ή παρακινεί ή επιτρέπει την τέλεση της πράξης, είναι επίσης ένοχο αδικήματος. Πρόσθεσε ότι για τη διάπραξη αδικήματος και την καταδίκη φυσικού προσώπου που είναι αξιωματούχος του νομικού προσώπου χρειάζεται η παρακίνηση, η εξουσιοδότηση ή το επιτρεπτικό δεδομένο της τέλεσης της πράξης, το οποίο παραπέμπει στην ύπαρξη του νοητικού στοιχείου, καταλήγοντας ότι δεν επιδιωκόταν η εναπόθεση ευθύνης στην εταιρεία μέσω των διευθυντών της και απέρριψε την έφεση. 

*Δικηγόρου στη Λάρνακα