Του Γιώργου Κουκούνη*

“Το δικονομικό μέτρο αμφισβήτησης απόφασης του Διευθυντή είναι η αίτηση-έφεση”

Ο Διευθυντής του Κτηματολογίου έχει εξουσία να ενεργεί και αποφασίζει για ορισμένα ζητήματα που καθορίζονται στον περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμο, Κεφ.224 και η απόφαση, ειδοποίηση ή διαταγή του μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο με αίτηση-έφεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, που υποβάλλεται εντός 30 ημερών από της κοινοποίησης της στον παραπονούμενο, όπως προνοείται στο άρθρο 80. Η εξουσία αυτή του Διευθυντή όμως δεν επεκτείνεται ώστε να αποφασίζει για ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Χαρακτηριστικό ζήτημα που άπτεται της αρμοδιότητας του είναι το δικαίωμα διόδου που αποκτάται, διαφοροποιείται ή διαγράφεται και καταργείται μόνο με απόφαση του Διευθυντή σε πρώτο στάδιο και κατ’ έφεση από το Επαρχιακό Δικαστήριο. Το δικαίωμα διόδου δεν αποτελεί αυτοτελή ιδιοκτησία, αλλά συνιστά δουλεία που διευρύνει την ιδιοκτησία του δεσπόζοντος ακινήτου και αντίστοιχα περιορίζει την ιδιοκτησία του δουλεύοντος ακινήτου. Περισσότερο αποτελεί προσάρτηση στην ιδιοκτησία, γι’ αυτό και η απόφαση του Διευθυντή αναψηλαφείται από το Επαρχιακό Δικαστήριο το οποίο έχει εξουσία να τη διαφοροποιήσει ή ακόμη να την αντικαταστήσει. Μάλιστα όταν υποβάλλεται έφεση στο Δικαστήριο, το διάταγμα του είναι τελικό, εκτός όταν συνεπάγεται ζήτημα προσωπικού θεσμού ή όταν το ποσό υπό αμφισβήτηση υπερβαίνει το καθοριζόμενο στο Νόμο. Βέβαια κάθε πρόσωπο που έχει παράπονο από το διάταγμα του Δικαστηρίου, περιλαμβανομένου του Διευθυντή, δύναται να υποβάλει έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο επί οιουδήποτε νομικού σημείου, όπως προνοείται στο άρθρο 81. 

Υπάρχοντος δικαιώματος διάβασης που έχει εγγραφεί κατόπιν απόφασης του Διευθυντή, η αγωγή δεν αποτελεί το κατάλληλο δικονομικό μέτρο για τον καθορισμό ή τροποποίηση της θέσης του ή τη διαγραφή του, αφού η ορθή και νόμιμη διαδικασία είναι αυτή που καθορίζει το άρθρο 80. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση που εξέδωσε στις Π.Ε.474/12 & 474Α/12, ημερ.5.12.2018, αναφέρθηκε στα ανωτέρω. Ο Δικαστής κ. Στ. Ναθαναήλ τόνισε ότι η εξουσία καθορισμού διόδου δημιουργείται στη βάση απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου, η οποία υπόκειται σε έφεση στο Δικαστήριο, η δε διαδικασία που ακολουθείται υπέχει θέση αναθεώρησης διοικητικού οργάνου που επενεργεί όμως στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου. Το Δικαστήριο εξετάζει την αιτιολογία που δίνεται από το Διευθυντή υπό το φως της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του ο Διευθυντής, αλλά και της μαρτυρίας που δίδεται ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και έχει εξουσία να ερευνήσει όχι μόνο το εύλογο της απόφασης του Διευθυντή, αλλά και την κατ’ ουσία ορθότητα της.

Η περίπτωση αφορούσε αγωγή μεταξύ ιδιοκτητών όμορων τεμαχίων που διαφιλονικούσαν σε σχέση με δικαίωμα διάβασης που κατ’ ισχυρισμό υπήρχε προς όφελος του ενός από αυτούς. Από τη μαρτυρία των Κτηματολογικών Λειτουργών προέκυψε ότι το δικαίωμα διάβασης ήταν εγγεγραμμένο στα αρχεία του Κτηματολογίου χωρίς επακριβή καθορισμό πλάτους ή πλευράς του συνόρου του τεμαχίου επί του οποίου ασκείτο το δικαίωμα διάβασης, ούτε το σημείο από το οποίο διενεργείτο η άσκηση του δικαιώματος, παρά μόνο ότι φαινόταν επιτοπίως η άσκηση του δικαιώματος χωρίς όμως καθορισμό της επακριβούς θέσεως. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ισχυρισμός περί δικαιώματος διάβασης προς όφελος του ενός τεμαχίου δεν αποκαλυπτόταν επαρκώς ώστε να θεωρείται ότι υπήρχε δικαίωμα διάβασης. Εν τέλει απέρριψε τόσο την απαίτηση που αφορούσε επέμβαση ή οχληρία που δεν είχε αποδειχθεί όσο και την ανταπαίτηση, με την οποίο ζητείτο διάταγμα για διαγραφή και ακύρωση της ύπαρξης ακαθόριστου δικαιώματος διάβασης από τα βιβλία του Κτηματολογίου και από τον τίτλο ιδιοκτησίας. 

Ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συζητήθηκε το νομικό ζήτημα κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά χρησιμοποίησε τις πρόνοιες του άρθρου 80 του Κεφ.224 για να απορρίψει την ανταπαίτηση, αναφέροντας ότι ήταν πρόδηλο ότι η διαδικασία διαγραφής του δικαιώματος διάβασης εκ μέρους του ιδιοκτήτη που υπέβαλε την ανταπαίτηση είχε αρχίσει. Το γεγονός ότι δεν υπήρξε απόφαση από τον Διευθυντή μπορούσε και ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί κατάλληλα ώστε επί τελικής αποφάσεως του, να ακολουθείτο η ορθή διαδικασία που είναι η κατάθεση αίτησης-έφεσης από το πρόσωπο που θα είχε βάσιμο παράπονο.  Όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το δικονομικό μέτρο της αίτησης-έφεσης κατά το άρθρο 80 παρέχεται από το Νόμο για την αμφισβήτηση απόφασης του Διευθυντή να εγγράψει ή όχι ένα δικαίωμα διάβασης. Ο εν λόγω ιδιοκτήτης δεν έλαβε εκείνα τα αναγκαία μέτρα που του παρέχει το Κεφ.224 για να αμφισβητήσει την όποια παράλειψη ή απόφαση του Διευθυντή σε σχέση με τη δική του αίτηση για διαγραφή του δικαιώματος διάβασης και απέρριψε την έφεση. 

*Δικηγόρου στη Λάρνακα