Σε μια περίοδο όπου ο ελληνικός τουρισμός δέχεται ισχυρότατους κραδασμούς αλλά και αμφισβήτηση ως προς τη συμβολή του στην ελληνική οικονομία, αν ληφθεί υπόψη η κριτική περί «μονοκαλλιέργειας» των τελευταίων ετών, το επενδυτικό ενδιαφέρον παραμένει ζωηρό τόσο για τα πολύ μεγάλα όσο και για μικρότερα projects.

Εν μέσω πανδημίας, δημοφιλείς ή ακόμη και λιγότερο «ώριμοι» τουριστικοί προορισμοί εξακολουθούν να προσελκύουν εγχώρια και ξένα κεφάλαια, αλλά και μεγάλα ξενοδοχειακά brands του εξωτερικού, δημιουρ­γώντας προσδοκίες για ένα από τα μεγάλα ζητούμενα του κλάδου, την αλλαγή του μοντέλου του ελληνικού τουρισμού, που θα ξεφεύγει από τα αριθμητικά ρεκόρ των αφίξεων (34 εκατομμύρια το 2019) και θα στοχεύει στη μετατροπή της Ελλάδας σε έναν ποιοτικό και ασφαλή τουριστικό προορισμό υψηλών προδιαγραφών που θα προσελκύει τα πιο μεγάλα πορτοφόλια.

Εναν χρόνο πριν, με την ανάληψη των καθηκόντων της νέας κυβέρνησης ο ίδιος ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης είχε θέσει τον στόχο της εκπόνησης ενός δεκαετούς στρατηγικού πλάνου ανάπτυξης του κλάδου. Εστω και αν σχεδιασμοί και χρονοδιαγράμματα ανατράπηκαν λόγω COVID-19, τώρα, πέραν του αυτονόητου, της διαχείρισης δηλαδή του υγειονομικού ζητήματος αλλά και του οικονομικού αντίκτυπου της πανδημίας, με μείζονα τα θέματα της απασχόλησης και της ρευστότητας στην αγορά, φαίνεται ότι ήρθε η στιγμή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι τουριστικοί φορείς, να ξεκινήσει και πάλι η διαδικασία για τη σύνταξη του περίφημου «εθνικού συμβολαίου» ανάπτυξης για τον τουρισμό ως το 2030.

Στόχος επίσης είναι να επιταχυνθεί η ανάκαμψη του κλάδου στη μετά COVID-19 περίοδο. Οι επενδυτές από την πλευρά τους δείχνουν ήδη τον δρόμο, ενώ δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όλες ανεξαιρέτως οι νέες επενδύσεις που προωθούνται εστιάζουν στον τουρισμό πολλών… αστέρων.

Οι ξένες αλυσίδες

Πέραν των μεγάλων και στρατηγικών επενδύσεων που άρχισαν να υλοποιούνται τους δύο τελευταίους μήνες -το «Kilada Hills» του ομίλου της Dolphin στην Πελοπόννησο, συνολικού ύψους άνω των 400 εκατ. ευρώ, το Kassiopi Project στην Κέρκυρα και φυσικά το εμβληματικό έργο στο Ελληνικό, όπου γίνονται οι προκαταρκτικές εργασίες κατεδαφίσεων με την προσδοκία το κυρίως έργο να ξεκινήσει στο πρώτο εξάμηνο του 2021- μέσα στην πανδημία προχωρούν και άλλα projects: από τα Κύθηρα μέχρι τη Χαλκιδική και από τη Μύκονο και τη Σαντορίνη μέχρι τον Σκορπιό του Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ.

Στο παιχνίδι παραμένουν και οι ξένοι ξενοδοχειακοί κολοσσοί, που παρά το lockdown και τα μεγάλα προβλήματα σε χρηματοοικονομικό επίπεδο που δημιούργησε ο κορωνοϊός βάζοντας στον πάγο φαραωνικά projects, οι διοικήσεις τους αξιοποίησαν την περίοδο χαμηλής δραστηριότητας προκειμένου να προωθήσουν «συγκεκριμένα projects στρατηγικής ανάπτυξης και επανατοποθέτησης», όπως επισημαίνουν οι επιτελείς της Radisson.

Η τελευταία, από τους μεγαλύτερους ομίλους στην παγκόσμια αγορά, με εφτά ξεχωριστά ξενοδοχειακά brands και περισσότερα από 1.400 ξενοδοχεία σε λειτουργία ή υπό κατασκευή σε 120 χώρες, συμπράττει με τον όμιλο του Σάμι Φάις στη Σαντορίνη για το ολοκαίνουριο και υπερπολυτελές «Radisson Blu Zaffron Resort» από το 2021, σηματοδοτώντας ουσιαστικά και την έλευση του ομίλου Radisson Blu σε έναν από τους πλέον δημοφιλείς ελληνικούς προορισμούς μετά την Αθήνα και την Κρήτη.

Το πρώτο μεγάλο εγχείρημα στον κλάδο της πολυτελούς φιλοξενίας από πλευράς του Fais Group στη Σαντορίνη αγγίζει τα 15 εκατ. ευρώ, ενώ ο όμιλος έχει μπροστά του περίπου μία διετία αδειοδοτήσεων για τη δεύτερη μεγάλη επένδυση, άνω των 20 εκατ. ευρώ, από κοινού με την Bluehouse για το ιστορικό ακίνητο Castello Bibelli στην Κέρκυρα. Από την πλευρά του, ο όμιλος της Radisson, θεωρώντας ότι η Ελλάδα έχει προοπτικές στο κομμάτι του πολυτελούς τουρισμού, θέλει τουλάχιστον 10 μονάδες στη χώρα μας.

Συνωστισμός μεγάλων και πολυτελών αλυσίδων, όπως oι Four Seasons, Μandarin, Anantara, Fairmont, Raffles ή ακόμη και η One & Only, παρατηρείται στη Μύκονο. Στον πλέον δημοφιλή προορισμό των Κυκλάδων, όπου μάλιστα δεν λείπουν και οι αντιδράσεις από τοπικούς φορείς με το σκεπτικό της περαιτέρω επιβάρυνσης, προωθούνται τουλάχιστον τρεις μεγάλες επενδύσεις στρατηγικού χαρακτήρα και συνολικού ύψους άνω των 200 εκατ. ευρώ – από τους Αραβες της AGC του «Αστέρα» Βουλιαγμένης, την Grivalia και ένα ακόμη μεικτό επενδυτικό σχήμα ελληνικών και ξένων κεφαλαίων μέσω της εταιρείας White Mulberry.

Σημειωτέον ότι η Οne & Only βάζει ήδη την υπογραφή της για το πρώτο στην Ελλάδα One & Only Resort, συνολικού ύψους 150 εκατ. ευρώ, από κοινού με την Dolphin στην Τζια, με ορίζοντα ολοκλήρωσης της πρώτης φάσης του ξενοδοχείου -κορωνοϊού επιτρέποντος- το 2021. Four Seasons και Mandarin εξακολουθούν να έχουν συζητήσεις για την έλευσή τους στο νησί, όπου φέτος η κίνηση είναι μειωμένη στο 1/4, ενώ ο ξενοδοχειακός κολοσσός της Accor, που αναζητεί εδώ και σχεδόν μία τριετία το κατάλληλο project για την άφιξη των πιο πολυτελών του brands στο νησί, έχει κλείσει την παρουσία του σε μια νέα επένδυση, αυτή της White Mulberry στο κομμάτι της διαχείρισης (σ.σ.: ο όμιλος δεν πρόκειται να συμμετάσχει επενδυτικά).

Πρόκειται για την ίδρυση δύο ξενοδοχείων («Raffles Mykonos» και «Fairmont Mykonos»), τουριστικών κατοικιών αλλά και συνεδριακού κέντρου, προϋπολογισμού ύψους 104 εκατ. ευρώ, που εντάχθηκε προ ημερών στις οκτώ στρατηγικές επενδύσεις, ύψους 1,1 δισ. ευρώ, σε Κυκλάδες, Πελοπόννησο, Δυτική Ελλάδα, Ιόνιο, οι οποίες πήραν το πράσινο φως από τη Διυπουργική Επιτροπή, έχουν όμως μακρύ δρόμο μπροστά τους – τουλάχιστον μια διετία αδειοδοτήσεων.

Oι επενδύσεις που συνεχίζουν

Σε πιο προχωρημένο στάδιο βρίσκεται η προωθούμενη στρατηγική επένδυση στον Σκορπιό του Ριμπολόβλεφ, ύψους 165 εκατ. ευρώ, η οποία έλαβε προ ημερών τη θετική γνωμοδότηση από το Περιφερειακό Συμβούλιο Ιονίων Νήσων επί της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για την κατασκευή και λειτουργία της πολυτελούς τουριστικής μονάδας «VIP Exclusive Club», με κεντρικό ξενοδοχειακό κατάλυμα, μεμονωμένες πολυτελείς κατοικίες, άλλες κατοικίες, αθλητικές εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεις εξυπηρέτησης λουόμενων, αμφιθέατρο, λιμενικά έργα, ελικοδρόμιο, βιοδυναμική φάρμα κ.τ.λ.

Επίσης συνεχίζονται απρόσκοπτα εν μέσω κορωνοϊού οι επενδύσεις στο εμβληματικό «Costa Navarino», όπου ήδη τρέχει το νέο επενδυτικό πρόγραμμα συνολικού ύψους 250 εκατ. ευρώ, με ορίζοντα λειτουργίας της πρώτης φάσης το 2021. Τα κεφάλαια έρχονται να προστεθούν στα 600 εκατ. ευρώ που έως τώρα έχουν επενδυθεί για την ανάπτυξη του συγκροτήματος. Οι νέες περιοχές είναι το Navarino Bay, όπου ήδη κατασκευάζεται ένα υπόσκαφο υπερπολυτελές resort με 99 σουίτες και βίλες, σε ένα παραθαλάσσιο μέτωπο 2 χλμ., το Navarino Waterfront, όπου δημιουργείται ένα σύγχρονο lifestyle resort με παραθαλάσσια αγορά και 200 δωμάτια, σουίτες και bungalows, καθώς και το Navarino Hills, όπου αναπτύσσονται δύο γήπεδα γκολφ 18 οπών, club house και βοηθητικές εγκαταστάσεις, σε συνολική έκταση 5.000 στρεμμάτων.

Στη Βόρεια Ελλάδα, στον έτερο εμβληματικό προορισμό, το «Πόρτο Καρράς», που πέρασε εν μέσω κορωνοϊού από την ιδιοκτησία Στέγγου του ομίλου Τεχνική Ολυμπιακή στον έλεγχο του κ. Ιβάν Σαββίδη, βρίσκεται σε εξέλιξη ο σχεδιασμός και αναμένονται προσεχώς οι ανακοινώσεις για τον νέο, υπερπολυτελή, κατά τις πληροφορίες, χαρακτήρα του συγκροτήματος, το οποίο αυτή τη στιγμή παραμένει κλειστό πλην των χώρων του καζίνο, της μαρίνας και του οινοποιείου.

Νέες επενδύσεις που θα ξεπεράσουν τα 30 εκατ. ευρώ σκοπεύει να υλοποιήσει το δίδυμο των Αμερικανών της Hines και της ευρωπαϊκής πλατφόρμας της Henderson Park, που ολοκλήρωσαν εν μέσω πανδημίας την εξαγορά των τριών ξενοδοχείων της εταιρείας Cyan Group of Hotels, συμφερόντων της οικογένειας Κεφαλογιάννη, στην Κρήτη, σε ένα deal συνολικού ύψους 90 εκατ. ευρώ (μαζί με τις νέες επενδύσεις), ενώ στο χαρτοφυλάκιό τους -επίσης στην Κρήτη- έχουν ενταχθεί και τα ξενοδοχεία «Coral» και «Hermes» του ομίλου Μαμιδάκη στον Αγιο Νικόλαο, όπου επίσης δρομολογούνται κινήσεις επανατοποθέτησής τους στην αγορά. Οι επιτελείς του διδύμου Ηines – Henderson Park (που έχει ήδη τοποθετηθεί, από το 2017, επενδυτικά στην Αθήνα με την εξαγορά του πρώην «Athens Ledra», νυν «Grand Hyatt») εκτιμούν ότι «παρά την κρίση του κορωνοϊού, η βιομηχανία της φιλοξενίας θα ανακάμψει και υπάρχουν σημαντικές ευκαιρίες για επανατοποθέτηση ξενοδοχείων δημιουργώντας αξία σε μακροπρόθεσμη βάση». Με την επέκταση στην Κρήτη «αποκτούν τον έλεγχο μονάδων υψηλής ποιότητας και μεγάλης δυναμικής, με μια ελκυστική βάση εισόδου στην αγορά, ειδικά σε έναν παγκοσμίως κορυφαίο τουριστικό προορισμό όπως είναι η Κρήτη, η οποία θα ενισχυθεί με νέες υποδομές στον τομέα των μεταφορών», αναφέρουν χαρακτηριστικά.

Επίσης από την Κρήτη, ο όμιλος της Ledra Hotels της οικογένειας Σπανού προχωρά στο επόμενο βήμα στην Κέρκυρα για την επέκταση, ύψους 15 εκατ. ευρώ, δίπλα στο «Domes Miramare, a Luxury Collection Resort» με 67 σουίτες. Οι νέες εγκαταστάσεις θα συνδέονται με το ιστορικό ξενοδοχείο, το οποίο την τελευταία οκταετία έχει περάσει σε καταριανή ιδιοκτησία, ενώ ο όμιλος Ledra έχει αναλάβει να διαχειρίζεται το project.  Από τις επενδύσεις που έχουν μεγάλο ενδιαφέρον και συνδέονται με τη βελτίωση της ποιότητας του ελληνικού τουριστικού προϊόντος -και μάλιστα σε έναν προορισμό που έχει μεγάλη ανάγκη λόγω του Προσφυγικού- είναι και αυτή με τη συμμετοχή του ομίλου Τσάκου στη Χίο.

Πρόκειται για μία επένδυση άνω των 20 εκατ. ευρώ από το επενδυτικό σχήμα της Μαρίνας Χίου Α.Ε. σε συνέχεια του σχετικού διαγωνισμού παραχώρησης του ΤΑΙΠΕΔ (σ.σ.: στον όμιλο Τσάκου έχει καταλήξει και η μακροχρόνια παραχώρηση του «Ξενία» στο νησί) με στόχο τη λειτουργία, καλώς εχόντων των πραγμάτων, το καλοκαίρι του 2022. Στην παρούσα φάση έχουν υποβληθεί οι μελέτες και αναμένονται μέχρι το τέλος του χρόνου όλες οι αδειοδοτήσεις ώστε να ξεκινήσουν τα έργα τους πρώτους μήνες του 2021.

ΠΗΓΗ: newmoney.gr