Του Τάσου Γιασεμίδη

Κινητικότητα παρουσιάστηκε την προηγούμενη εβδομάδα σε Κύπρο και Ελλάδα σε σχέση με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) του τραπεζικού τομέα. Από τη μία είχαμε την έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του σχεδίου τιτλοποιήσεων δανείων «Ηρακλής» που εκπόνησε η ελληνική κυβέρνηση, και από την άλλη τις συζητήσεις στην Κύπρο αναφορικά με το χαμηλό ενδιαφέρον δανειοληπτών για το σχέδιο Εστία.

Σημειώνεται ότι στα μέσα του Σεπτέμβρη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη εγκρίνει το ελληνικό πρόγραμμα προστασίας κύριας κατοικίας, το οποίο προνοεί ότι οι επιλέξιμοι δανειολήπτες θα λαμβάνουν επιχορήγηση που αντιστοιχεί στο 20% έως 50% της μηνιαίας δόσης του δανείου βάσει εισοδηματικών κριτηρίων και νοουμένου ότι το δάνειο εξασφαλίζεται με την κύρια κατοικία του δανειολήπτη.

Όπως και στο «Εστία», σε περίπτωση που ο δανειολήπτης σταματήσει να εξυπηρετεί το δάνειό του, η τράπεζα θα μπορεί να ξεκινήσει τον πλειστηριασμό του ακινήτου, κάτι το οποίο φαίνεται να φοβίζει τους δανειολήπτες να ενταχθούν στο πρόγραμμα. Την ίδια στιγμή, σημειώνεται ότι σε περίπτωση που ένας δανειολήπτης ενταχθεί επιτυχώς στο πρόγραμμα, τότε το δάνειό του ενδεχομένως να επαναταξινομηθεί στα εξυπηρετούμενα (θα πληρώνει το μέρος της δόσης που του αναλογεί), κάτι που θα ωφελήσει και τους ισολογισμούς των τραπεζών.

Τέτοια προγράμματα πρέπει να διασφαλίζουν ότι μόνο όσοι πραγματικά δικαιούνται θα επωφελούνται. Κάποιες φορές τα έντυπα που πρέπει να συμπληρωθούν και τα έγγραφα που πρέπει να προσκομιστούν είναι τόσα πολλά, που ο δανειολήπτης (που εμπίπτει στα κριτήρια) αδυνατεί ή δυσκολεύεται να προχωρήσει στη συγκεκριμένη αίτηση.

Το σχέδιο «Ηρακλής» αφορά τις τιτλοποιήσεις των χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων (εφόσον αυτές θα μεταφέρονται σε ειδικά εταιρικά οχήματα), με το κράτος να παρέχει εγγυήσεις στους επενδυτές που θα αγοράζουν χρηματοοικονομικά προϊόντα που θα εκδίδονται από τα «οχήματα» αυτά. Φυσικά, προκύπτουν ζητήματα για το αξιόχρεο του ελληνικού κράτους, αν δηλαδή θα μπορέσει να αποπληρώσει οποιεσδήποτε ζημιές στους επενδυτές αλλά και με ποιον τρόπο θα αυξηθεί το δημόσιο χρέος.

Θα πρέπει να τονιστεί ότι τα χρηματοοικονομικά προϊόντα είναι εξασφαλισμένα με τα δάνεια τα οποία θα μεταφερθούν (μεταφέρονται σε χαμηλές αξίες), οπότε αν γίνει σωστά η διαχείρισή τους δεν θα απαιτηθεί οποιαδήποτε πληρωμή από το ελληνικό κράτος.

Υπάρχουν δύο ουσιαστικά μορφές τιτλοποιήσεων, η παραδοσιακή και η σύνθετη. Στην πρώτη περίπτωση το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα προχωρεί στη μεταφορά/μεταβίβαση δανείων ή άλλων χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων σε εταιρικό όχημα ειδικού σκοπού ή διαχειριστή πιστωτικών ανοιγμάτων. Μετά τη μεταβίβαση, η εταιρεία ειδικού σκοπού προχωρεί σε έκδοση τίτλων με εξασφάλιση τα δάνεια προς επενδυτές για την άντληση κεφαλαίων. Μέσα από τη συγκεκριμένη μορφή τιτλοποιήσεων οι τραπεζικές διευκολύνσεις αποαναγνωρίζονται από τους ισολογισμούς του τραπεζικού ιδρύματος κατά τη μεταφορά τους.

Στη δεύτερη περίπτωση, ο πιστωτικός κίνδυνος μεταβιβάζεται στην εταιρεία ειδικού σκοπού ή σε διαχειριστή μέσω παραγώγων (derivatives) ή εγγυήσεων, χωρίς να αλλάζει το ιδιοκτησιακό καθεστώς των χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων. Με απλά λόγια, το τραπεζικό ίδρυμα συνάπτει συμφωνίες, βάσει των οποίων αποφασίζεται η αξία του δανείου και μετέπειτα τυχόν ζημιές (π.χ. καταγραφή επισφαλειών) τις επωμίζεται ο διαχειριστής, ο οποίος επωφελείται την ίδια στιγμή και από οποιαδήποτε κέρδη (π.χ. οι ταμειακές ροές από την αποπληρωμή του δανείου είναι μεγαλύτερες από την αξία που έχει καθοριστεί).

Γίνεται αντιληπτό ότι στη δεύτερη περίπτωση η διαδικασία είναι πιο πολύπλοκη και συμπεριλαμβάνει την υπογραφή εξειδικευμένων συμβάσεων. Σημειώνεται ότι η αποαναγνώριση των πιστωτικών διευκολύνσεων από τον ισολογισμό της τράπεζας, και με βάση τα λογιστικά πρότυπα, θα γίνει μόνο αν οι όροι των εξειδικευμένων αυτών συμβάσεων είναι ξεκάθαροι και οποιοιδήποτε κίνδυνοι και οφέλη που αφορούν τη χρηματοπιστωτική διευκόλυνση μεταβιβάζονται «έμμεσα» στην εταιρεία ειδικού σκοπού ή στον διαχειριστή.

Μέσα από αυτήν τη διαδικασία, οι ισολογισμοί των τραπεζών αποσυμφορίζονται από τα ΜΕΔ (μπορεί στα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάζονται να υπάρχουν και εξυπηρετούμενα) και μειώνονται στα σταθμισμένα με κίνδυνο περιουσιακά στοιχεία (risks weighted assets). Υπενθυμίζεται ότι το ποσό των περιουσιακών στοιχείων με σταθμισμένο κίνδυνο (για εξυπηρετούμενα δάνεια η στάθμιση είναι χαμηλότερη) καθορίζει και το ύψος των κεφαλαίων που πρέπει να διατηρεί ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.