Του Γιώργου Κουκούνη*

“Το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να διατάξει επίδοση της αίτησης κατά την έκδοση διατάγματος απαγόρευσης κτηματομεσιτείας”

Η διενέργεια κτηματομεσιτείας από πρόσωπο που δεν είναι εγγεγραμμένος κτηματομεσίτης και δεν έχει άδεια είναι παράνομη, διαπράττει αδίκημα και το Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών μπορεί να αποταθεί στο Δικαστήριο και να ζητήσει διάταγμα όπως μέχρι την εκδίκαση της εναντίον του εκκρεμούσας ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης παύσει να ενεργεί ή και να ασκεί το επάγγελμα του κτηματομεσίτη.

Η σχετική πρόνοια του περί Κτηματομεσιτών Νόμου, Ν.71(Ι)/2010, δεν παρέχει στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια να διατάξει την επίδοση της μονομερούς αίτησης στον κατηγορούμενο. Εφόσον υπάρχει κατηγορητήριο το οποίο περιέχει αναφορά σε αδικήματα και υπάρχει εκ πρώτης όψεως μαρτυρία που να συνδέει συγκεκριμένο γραφείο ή υποστατικό με το εκδικαζόμενο αδίκημα, το Δικαστήριο έχει δέσμια αρμοδιότητα να εκδώσει το διάταγμα απαγόρευσης διενέργειας κτηματομεσιτείας από τον κατηγορούμενο, ως επίσης και διάταγμα αναστολής της λειτουργίας οποιουδήποτε γραφείου ή υποστατικού που συνδέεται με το εκδικαζόμενο αδίκημα. Το διάταγμα εκδίδεται άνευ όρων, δεν είναι επιστρεπτέο, ισχύει μέχρι την εκδίκαση της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης και δεν παρέχεται ευκαιρία στον κατηγορούμενο να ακουστεί. 

Η αίτηση υποβάλλεται στα πλαίσια ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης που καταχωρείται από το Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών με βάση τον περί Κτηματομεσιτών Νόμο, άρθρο 34(1) και δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση οι πρόνοιες του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 ή του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6. Η μονομερής αίτηση εξετάζεται από το Δικαστήριο και εφόσον τηρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις του άρθρου 34(1), εκδίδεται το διάταγμα αναστολής παράνομης δραστηριότητας και δεν απαιτείται η συνδρομή άλλων προϋποθέσεων. Τυχόν έκδοση διατάγματος από το Δικαστήριο που να διατάζει την επίδοση της μονομερούς αίτησης στον κατηγορούμενο με σκοπό να ακουστεί, αποτελεί ενέργεια καθ’ υπέρβαση εξουσίας ή και δικαιοδοσίας. Σε τέτοια περίπτωση, το Συμβούλιο μπορεί να αποταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο για έκδοση εντάλματος certiorari που να ακυρώνει το διάταγμα του κατώτερου Δικαστηρίου για επίδοση της αίτησης. 

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση που εξέδωσε ο Δικαστής κ. Ν. Σάντης ημερ.21.12.2021 στην Πολιτική Αίτηση αρ.195/2021 στα πλαίσια εξέτασης αίτησης έκδοσης εντάλματος προνομιακής φύσεως certiorari, παρέμβηκε και ακύρωσε διάταγμα Επαρχιακού Δικαστηρίου που διέταξε την επίδοση της μονομερούς αίτησης του Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών προς τον κατηγορούμενο. Το Συμβούλιο καταχώρησε ιδιωτική ποινική υπόθεση και συγχρόνως μονομερή αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος που να διατάζει τον κατηγορούμενο όπως μέχρι την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης ή μέχρι την εγγραφή του στο Μητρώο Κτηματομεσιτών και την έκδοση σχετικής άδειας, παύσει να ενεργεί ως κτηματομεσίτης. Το Επαρχιακό Δικαστήριο στο στάδιο εξέτασης της αίτησης διέταξε την επίδοση της, θεωρώντας ότι είχε διακριτική ευχέρεια την οποία άσκησε υπέρ της γνωστοποίησης της αίτησης στον κατηγορούμενο για να του δοθεί η δυνατότητα να προβάλει τη θέση του.  

Το Συμβούλιο εισηγείτο ότι αφ’ ης στιγμής πληρούνταν οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 34(1) του περί Κτηματομεσιτών Νόμου, το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε διακριτική ευχέρεια να διατάξει την επίδοση της μονομερούς αίτησης. Στο κατηγορητήριο καταλογίζονταν στον κατηγορούμενο πράξεις που συνιστούν συνεχή αδικήματα αυστηρής ποινικής ευθύνης. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εισήγηση του Συμβουλίου, κρίνοντας ότι το άρθρο 34(1), ως πρόνοια κιόλας εξειδικευμένης νομοθεσίας, δεν προβλέπει ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας του εκδικάζοντος Δικαστηρίου για επίδοση της προβλεπόμενης μονομερούς αίτησης. Τόνισε ότι το νομοθετικό λεκτικό εξεικονίζει ξεκάθαρη τη βούληση του νομοθέτη για παροχή δυνατότητας στην κατηγορούσα αρχή (Συμβούλιο) διά της καταχώρησης της μονομερούς αίτησης να εξασφαλίζει δικαστικό διάταγμα (τηρουμένων των δύο προϋποθέσεων που διαλαμβάνονται στη νομοθετική πρόνοια), που να διατάζει τον κατηγορούμενο όπως μέχρι εκδίκασης της εναντίον του ποινικής υπόθεσης, παύσει να ενεργεί ή και να ασκεί το επάγγελμα του κτηματομεσίτη, εκτός εάν στο μεταξύ εξασφαλίσει σχετική άδεια και εγγραφεί στο Μητρώο Κτηματομεσιτών. 

Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι για λόγους που άπτονται εν γένει και του δημοσίου συμφέροντος, ο νομοθέτης προέβλεψε την εξαιρετική, όντως, διαδικασία προσφυγής στο Δικαστήριο μονομερώς. Στις κατάλληλες περιπτώσεις ασκείται η δραστική πράγματι εξουσία του εκδικάζοντος Δικαστηρίου, στην απουσία της αντίδικης πλευράς, να εκδίδει ανάλογα διατάγματα, χωρίς αυτό να εκλαμβάνεται πως προδικάζει εξ ορισμού και άνευ ετέρου την ουσία της ποινικής υπόθεσης ή το συνταγματικό τεκμήριο της αθωότητας του εκάστοτε κατηγορούμενου. Σημείωσε ότι ανάλογες δικαστικές προσεγγίσεις παρατηρούνται και σε άλλα νομοθετήματα, όπως στον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο, Κεφ.96, ενέκρινε την αίτηση του Συμβουλίου και ακύρωσε την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου. 

*Δικηγόρου στη Λάρνακα