Του Γιώργου Κουκούνη*

“Διαιτητική απόφαση δύναται με άδεια του Δικαστηρίου να εγγραφεί και εκτελεστεί ως δικαστική απόφαση”

Η ρήτρα διαιτησίας σε οποιαδήποτε συμφωνία όπως παροχής υπηρεσιών, εργολαβίας, πώλησης ή ενοικίασης ακινήτου ή συμφωνίας με οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο, αποτελεί το θεμέλιο για παραπομπή διαφοράς που ενδεχομένως να προκύψει μεταξύ των συμβαλλομένων για επίλυση σε διαιτησία.

Μια συνήθης ρήτρα προνοεί ότι σε περίπτωση που θα αναφύει διαφορά ή αμφισβήτηση μεταξύ των συμβαλλομένων σχετικά με την ερμηνεία της συμφωνίας ή για οτιδήποτε περιλαμβάνεται σε αυτήν ή που προκύπτει λόγω αυτής της συμφωνίας ή ως προς τα δικαιώματα, υποχρεώσεις ή καθήκοντα των συμβαλλομένων, τότε η διαφορά αυτή θα παραπέμπεται σε διαιτησία βάσει του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4. Το περιεχόμενο μιας τέτοιας ρήτρας αποτελεί και το συνυποσχετικό εντός της έννοιας του άρθρου 2 του Κεφ. 4 και θεωρείται ότι περιλαμβάνει τις διατάξεις που εκτίθενται στο Πρώτο Παράρτημα του Νόμου, στην έκταση που αυτές δύνανται βάσει του συνυποσχετικού να εφαρμοστούν στην παραπομπή (άρθρο 6). 

Αυτή η ρήτρα διαιτησίας είναι έγκυρη και εκτελεστή και το Δικαστήριο θα δώσει ισχύ στην πρόθεση των συμβαλλομένων να επιλύσουν τη διαφορά τους μέσω διαιτησίας. Ένας από τους λόγους που τα μέρη καταλήγουν στη συμπερίληψη ρήτρας διαιτησίας στη συμφωνία τους είναι η πεποίθηση τους ότι το καταλληλότερο πρόσωπο να επιλύσει τη διαφορά είναι ένας πραγματογνώμονας που έχει την απαιτούμενη εκπαίδευση, εξειδίκευση και εμπειρία στο αντικείμενο που αφορά η συμφωνία τους. 

Η διαδικασία που ο συμβαλλόμενος δύναται να ακολουθήσει για το διορισμό διαιτητή είναι η επίδοση γραπτής ειδοποίησης στον άλλο συμβαλλόμενο (άρθρο 10 (1)(2)). Σε περίπτωση που ο διορισμός δεν γίνει μέσα σε επτά εργάσιμες ημέρες από την επίδοση της ειδοποίησης, τότε μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο το οποίο έχει εξουσία να διορίσει διαιτητή, ο οποίος έχει τις ίδιες εξουσίες να ενεργήσει στην παραπομπή και να εκδώσει απόφαση ωσάν να είχε διοριστεί με τη συναίνεση των αντισυμβαλλόμενων. Το Δικαστήριο στο διάταγμα του, εκτός από το διορισμό κατάλληλου προσώπου με ακαδημαϊκά προσόντα, γνώση, εμπειρία και εμπειρογνωμοσύνη ως διαιτητή, καθορίζει και τις παραμέτρους διεξαγωγής της διαιτησίας, όπως προβλέπουν οι διατάξεις του Πρώτου Παραρτήματος του Νόμου.

Η διαδικασία που ακολουθείται ενώπιον του διαιτητή που έχει διοριστεί είναι παρόμοια με εκείνη που ακολουθείται από τα πολιτικά δικαστήρια. Η απόφαση του διαιτητή είναι έγγραφη και είναι οριστική και δεσμευτική για τους διαδίκους και τα πρόσωπα που αξιώνουν μέσω αυτών αντίστοιχα. Τα έξοδα της διαιτησίας και της διαιτητικής απόφασης αφήνονται στην κρίση του διαιτητή, ο οποίος δύναται να διατάξει σε πιο και από ποιο από τους διαδίκους θα πληρωθούν, τον τρόπο πληρωμής τους και δύναται να ψηφίζει ή διευθετεί το ποσό των εξόδων που θα πληρωθούν ή οποιοδήποτε μέρος τους.

Σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κεφ. 4, διαιτητική απόφαση που εκδίδεται με βάση συνυποσχετικό δύναται, με άδεια του Δικαστηρίου, να εκτελεστεί κατά τον ίδιο τρόπο όπως δικαστική απόφαση ή διάταγμα με την ίδια ισχύ και σε τέτοια περίπτωση δύναται να καταχωρηθεί δικαστική απόφαση με περιεχόμενο εκείνο της διαιτητικής απόφασης. Εκτός αν η διαιτητική απόφαση διατάσσει διαφορετικά, το ποσό το οποίο η απόφαση διατάσσει να πληρωθεί επιβαρύνεται με τόκο από την ημερομηνία της απόφασης και με το ίδιο επιτόκιο που φέρει το χρέος από δικαστική απόφαση (άρθρο 22).

Η διαιτητική απόφαση εκτός του ότι πρέπει να είναι γραπτή, υπογράφεται από τον διαιτητή και αναγράφει την ημερομηνία έκδοσης της, καθώς και την έδρα της διαιτησίας για να μπορεί να προσδιοριστεί η κατά τόπο δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Το περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης θα πρέπει επιπλέον να περιέχει αναφορά στη συμφωνία των μερών, στη ρήτρα διαιτησίας, στη διαφορά που προέκυψε και στο διορισμό του διαιτητή. Εκτός από το ιστορικό της υπόθεσης, η διαιτητική απόφαση περιέχει αιτιολογία και το καταληκτικό της ίδιας της απόφασης.

Ο διάδικος προς όφελος του οποίου εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση, παρόλη τη δεσμευτικότητα της, δύναται να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για εγγραφή και εκτέλεση της, ώστε να καταχωρηθεί δικαστική απόφαση με περιεχόμενο εκείνο της διαιτητικής απόφασης για να μπορεί να εκτελεστεί. Ο αιτητής με αυτό το τρόπο μπορεί να λάβει μέτρα προς εκτέλεση της απόφασης για να εισπράξει το λαβείν του, σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος δεν πληρώνει το ποσό της. Στη περίπτωση που εκδίδεται εκ συμφώνου απόφαση μπορεί να εγγραφεί και να διαταχθεί αναστολή εκτέλεσης με χρονοδιάγραμμα που τα μέρη θα καθορίσουν. 

*Δικηγόρου στη Λάρνακα