Του Γιώργου Κουκούνη*

‘‘Τα ιδρύματα και οι οργανισμοί απαλλάσσονται εφόσον δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα’’

Η ατελής εγγραφή τίτλου ακίνητης ιδιοκτησίας προβλέπεται στον περί Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμο, Κεφ. 219 και αφορά τόσο συναλλαγές στις οποίες συμμετέχει η Κυβέρνηση όσο και σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, το άρθρο 7(1) προνοεί ότι κανένα τέλος δεν επιβάλλεται ή εισπράττεται για την εγγραφή τίτλου ακίνητης ιδιοκτησίας, η οποία αποκτάται από νόμιμο κληρονόμο προσώπου, είτε με διαδοχή εξ αδιαθέτου είτε με διαθήκη, ή αποκτάται είτε από δωρεά ή από πώληση από ανάδοχο γονέα προς τέκνο είτε από ανάδοχο τέκνο μετά το θάνατο του ανάδοχου γονέα του δυνάμει διαθήκης. Η ατελής εγγραφή προβλέπεται και στην περίπτωση ακίνητης ιδιοκτησίας, η οποία προηγουμένως απαλλοτριώθηκε και επιστρέφεται από την απαλλοτριούσα αρχή στον πρώην κύριο της ή όταν αυτή μεταβιβάζεται σε αγαθοεργό ίδρυμα ή οργανισμό κοινής ωφελείας εφόσον δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα. Το ίδιο ισχύει και όταν μεταβιβάζεται ακίνητη ιδιοκτησία από εταιρεία σε εταιρεία λόγω αναδιοργάνωσης, καθώς και η απόκτηση αυτής από νόμιμο κληρονόμο προσώπου, είτε με διαδοχή εξ αδιαθέτου είτε με διαθήκη. Το άρθρο 7 Α προνοεί ατελή μεταβίβαση ή εγγραφή στην περίπτωση της μεταβίβασης ή εγγραφής υποθήκης από εταιρεία σε άλλη εταιρεία λόγω αναδιοργάνωσης. Επίσης στον Πίνακα τελών και δικαιωμάτων του Νόμου προβλέπεται ατελής μεταβίβαση στην περίπτωση δωρεάς γονέα προς τέκνο, ή ανταλλαγής ή όταν το ακίνητο που μεταβιβάζεται βρίσκεται στα κατεχόμενα και ο δικαιοδόχος είναι Ελληνοκύπριος. 

Η επιβολή μεταβιβαστικών τελών σε οργανισμό κοινής ωφελείας εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση που εξέδωσε η Δικαστής κα Π. Παναγή στις υποθέσεις 1164/2011 & 1279/2013 ημερομηνίας 30.9.2016, που αφορούσε προσφυγές Συμβουλίου Αποχετεύσεων εναντίον απόφασης του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας που κάλεσε το Συμβούλιο να καταβάλει μεταβιβαστικά τέλη ακίνητης ιδιοκτησίας για τεμάχια που αγόρασε. Το Συμβούλιο πλήρωσε τα σχετικά τέλη με επιφύλαξη δικαιωμάτων και με επιστολή ζήτησε την επιστροφή των τελών, επικαλούμενο τις ανωτέρω πρόνοιες του Νόμου για ατελή εγγραφή τίτλου ακίνητης ιδιοκτησίας ως οργανισμός κοινής ωφελείας που δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα. Η έννοια του όρου «οικονομική δραστηριότητα» καθορίζεται στο Νόμο και σημαίνει κάθε δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά και η οποία, δύναται να ασκείται από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Στα πλαίσια εξέτασης των ως άνω προσφυγών εξετάστηκε η έννοια της «οικονομικής δραστηριότητας» και το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι καθοριστικός παράγοντας αυτής δεν είναι η ανάπτυξη του ανταγωνισμού στην αγορά με άλλη επιχείρηση που προσφέρει τις ίδιες υπηρεσίες, αλλά κατά πόσο το Συμβούλιο εισπράττει αποχετευτικά τέλη από τους λήπτες της αποχετευτικής υπηρεσίας, χωρίς να έχει σημασία η διάρθρωση της σχετικής αγοράς ή το κρατικό συμφέρον στην παροχή των υπηρεσιών αυτών. Δεδομένου ότι ζητήθηκε η άποψη του Εφόρου Κρατικών Ενισχύσεων (Έφορος), το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ορθά αυτός απάντησε ότι ο ίδιος δε μπορεί να αποφανθεί για σκοπούς εφαρμογής του Νόμου και αποκλειστικά αρμόδιο είναι το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. 

Το Ανώτατο Δικαστήριο πρόσθεσε ότι ασφαλώς θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη οι κατευθυντήριες γραμμές της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) ως προς το τι συνιστά οικονομική δραστηριότητα κατά το ενωσιακό δίκαιο του ανταγωνισμού, αλλά ο Έφορος δεν έχει καμία αρμοδιότητα να επιβεβαιώνει ή να ερμηνεύει νομοθεσία που αφορά την καταβολή κτηματολογικών τελών ή φόρων και να εμπλέκεται στη διαδικασία της ατελούς εγγραφής ή μεταβίβασης σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, όφειλε να κρίνει in concreto για κάθε συγκεκριμένη μεταβίβαση, αν αυτή ενέπιπτε στα πλαίσια άσκησης οικονομικής δραστηριότητας, αν δηλαδή αφορούσε προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά και η οποία, τουλάχιστον καταρχήν, ενδέχεται να ασκείται από ιδιωτικό νομικό πρόσωπο κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Περαιτέρω, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Έφορος ορθά απάντησε ότι η διαχείριση κεντρικού αποχετευτικού συστήματος έναντι είσπραξης αποχετευτικών τελών από τους λήπτες της υπηρεσίας αποτελεί καταρχήν οικονομική δραστηριότητα. Δεν απαντά όμως στο αν στη δεδομένη κυπριακή αγορά μπορεί τουλάχιστον, καταρχήν να ασκείται από ιδιωτικό νομικό πρόσωπο κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Η απάντηση, με βάση τα κριτήρια της νομολογίας του ΔΕΕ, δεν είναι καθόλου ξεκάθαρη και θα έπρεπε να είχε δοθεί από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας κατόπιν έρευνας. Δεν είναι το Δικαστήριο που θα πρέπει να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα πρωτογενώς, γι’ αυτό έκρινε ότι οι προσφυγές επιτυγχάνουν και οι επίδικες αποφάσεις ακυρώνονται λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης. 

*Δικηγόρου στη Λάρνακα