Του Γιώργου Κουκούνη*

“Ο καταχρηστικός χαρακτήρας συμβατικής ρήτρας κρίνεται με βάση το χρόνο σύναψης της σύμβασης”

Η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) της 20ης Σεπτεμβρίου 2017 (C-186/16) προδιαγράφει το αποτέλεσμα των υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον και των Κυπριακών Δικαστηρίων στις διαφορές μεταξύ δανειοληπτών και τραπεζών αναφορικά με συμβάσεις δανείων σε ξένο συνάλλαγμα, όπως έγινε με το ελβετικό φράγκο. Το θέμα εξετάστηκε στα πλαίσια της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ για την προστασία των καταναλωτών από καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάφθηκαν με δανειολήπτες, κυρίως σε ελβετικά φράγκα. Ο συναλλαγματικός κίνδυνος, τον οποίο φέρει εξολοκλήρου ο δανειολήπτης, δημιουργεί σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων που απορρέουν από τη δανειακή σύμβαση. Ο χρόνος εκτίμησης της ύπαρξης της ανισορροπίας δεν μπορεί να είναι άλλος από το χρόνο συνομολόγησης της σύμβασης, το δε περιεχόμενο των ρητρών θα πρέπει να είναι διατυπωμένο κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο δανειολήπτης να προειδοποιείται και να λαμβάνει συμβουλή για τους δυνητικούς κινδύνους και την πιθανότητα επέλευσης τους, ιδιαίτερα αναφορικά με τη συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος της σύμβασης. Η αύξηση της τιμής του ελβετικού φράγκου, όπως και κάθε αλλαγή στη συναλλαγματική ισοτιμία, σε συνάρτηση με την εξόφληση του δανείου στο ίδιο ξένο νόμισμα, δημιουργεί υποχρέωση στην τράπεζα ενημέρωσης του δανειολήπτη για το ενδεχόμενο ανατίμησης ή υποτίμησης του ξένου νομίσματος και τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μια τέτοιας ρήτρας στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Μια τράπεζα ασχολούμενη με την παροχή δανείων σε ελβετικά φράγκα, γνωρίζει το σύνολο των περιστάσεων έχοντας την εξειδίκευση και τη γνώση για τις πιθανές διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας και των εγγενών κινδύνων της συνομολόγησης δανείου στο ξένο αυτό νόμισμα, καθώς και την ύπαρξη σημαντικής ανισορροπίας που ήταν καταχρηστική, εφόσον βάρυνε εξολοκλήρου το δανειολήπτη. 

Στην ανωτέρω απόφαση, το εφετείο Oradea της Ρουμανίας υπέβαλε στο ΔΕΕ τρία προδικαστικά ερωτήματα που αφορούσαν 69 καταναλωτές που έλαβαν δάνειο σε ελβετικά φράγκα, κυρίως για την απόκτηση ακινήτων. Η διαφορά στην κύρια δίκη προέκυψε λόγω της υποχρέωσης που υπείχαν με βάση τη δανειακή σύμβαση να αποπληρώσουν το δάνειο στο ίδιο νόμισμα. Η αύξηση της ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου με το εγχώριο νόμισμα έφερε σε δεινή θέση τους δανειολήπτες, οι οποίοι δεν μπορούσαν από τα εισοδήματα που εισέπρατταν να αποπληρώνουν τις δόσεις του δανείου. Σύμφωνα με το άρθρο 1 της οδηγίας 93/13, αυτή έχει ως αντικείμενο την προσέγγιση των νομοθετικών διατάξεων στα κράτη μέλη αναφορικά με καταχρηστικές ρήτρες σε συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή. Κατά το άρθρο 3.1 της οδηγίας, ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών. Τα άρθρα 4.1 και 4.2 προβλέπουν ότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας ρήτρας κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των υπηρεσιών που η σύμβαση αφορά, όλες οι κατά το χρόνο της σύναψης της περιστάσεις, καθώς και οι υπόλοιπες ρήτρες από τις οποίες η σύμβαση εξαρτάται. Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών, σύμφωνα με το άρθρο 5, εξαρτάται από το κατά πόσο είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, ιδιαίτερα στην περίπτωση συμβάσεων των οποίων όλες ή μερικές ρήτρες που προτείνονται στον καταναλωτή έχουν συνταχθεί εγγράφως.

Το ΔΕΕ στην απόφαση του απάντησε το πρώτο ερώτημα ότι το άρθρο 3.1 της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας πρέπει να γίνεται με βάση το χρόνο συνάψεως της επίμαχης σύμβασης, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων τις οποίες μπορούσε να γνωρίζει η τράπεζα κατά το χρόνο αυτό και που μπορούσαν να επηρεάσουν τη μεταγενέστερη εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως. Σε σχέση με τα υπόλοιπα ερωτήματα, το ΔΕΕ απάντησε ότι το άρθρο 4.2 έχει την έννοια ότι η απαίτηση μια συμβατική ρήτρα να είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό επιτάσσει, στις περιπτώσεις συμβάσεων δανείου, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις. Ο μέσος καταναλωτής θα πρέπει όχι μόνο να γνωρίζει το ενδεχόμενο ανατιμήσεως ή υποτιμήσεως του ξένου νομίσματος στο οποίο έχει συναφθεί το δάνειο, αλλά επίσης να αξιολογεί τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας στις οικονομικές του υποχρεώσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το ποσό που καλείται να καταβάλει.  

*Δικηγόρου στη Λάρνακα